εγκαταστοιχειοω

εγκαταστοιχειοω
    ἐγκαταστοιχειόω
    ἐγ-καταστοιχειόω
    (в качестве начал или принципов) насаждать, вводить, внедрять
    

(τὰ ἐν τοῖς ἤθεσιν ἐγκατεστοιχειωμένα Plut.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "εγκαταστοιχειοω" в других словарях:

  • ἐγκατεστοιχειωμένα — ἐγκαταστοιχειόω perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγκατεστοιχειωμένᾱ , ἐγκαταστοιχειόω perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγκατεστοιχειωμένᾱ , ἐγκαταστοιχειόω perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγκατεστοιχειοῦτο — ἐγκαταστοιχειόω imperf ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»